- φραγμοῦ
- φραγμόςfencing inmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ζένερ, δίοδος — Κρυσταλλική δίοδος πυριτίου που χρησιμοποιείται για τη σταθεροποίηση τάσης. Στη δ.Ζ. η χαρακτηριστική καμπύλη προς το μέρος του ανάστροφου ρεύματος παρουσιάζει κατακόρυφο τμήμα, που σημαίνει ότι, αν διαβιβαστεί ρεύμα αντίθετα από την αγώγιμη φορά … Dictionary of Greek
ημιαγωγοί — Ύλες που έχουν ηλεκτρική αγωγιμότητα μικρότερη από εκείνη των μετάλλων, αλλά όχι τόσο χαμηλή όπως στην περίπτωση των μονωτών. Η θεωρία της αγωγιμότητας ταξινομεί ως η. τις ύλες εκείνες, στις οποίες η ενεργειακή διαφορά στάθμης μεταξύ γειτονικών… … Dictionary of Greek
неясыть — ж. пеликан , др. русск. неѩсыть, ср. греч. Νεασήτ – название одного из днепровских порогов: διὸτι φωλεύουσι οἱ πελικᾶνοι εἰς τὰ λιθάρια τοῦ φραγμοῦ (Конст. Багр., Dе adm. imp. 9; см. Томсен, Ursprung 58 и сл.), цслав. неɪѧсыть – то же. Первонач.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
вънѣ — (212) нар. и предл. I. Нар. 1. Вне, снаружи; за пределами: Нъ ˫ако же виноградъ ѥгда процвьтеть вънѣ на се<лъ>. то чѫѥть вонѫ сѹщеѥ въ <храмѣ> вино. и цвьтеть сь нимь (ἔξω) Изб 1076, 133 об.; заѹтра и вечеръ и полѹд҃<не> за тѩ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
оплотъ — ОПЛОТ|Ъ (17), А с. 1.Ограда, плетень: Чл҃вкъ нѣкто добра рода насади виноградъ и оплотомь огради. КТур XII сп. XIV1, 19; то же (φραγμόν) Пр 1313, 39а; РазꙊмѣите же силу прiтча то˫а. чл҃вкъ ѥсть добра рода х(с)ъ. сн҃ъ б҃ии а виноградъ землю и море … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
δίοδος — Ηλεκτρονική συσκευή που παρουσιάζει υψηλότατη αντίσταση σε ηλεκτρικό ρεύμα που τη διασχίζει κατά μία φορά και αμελητέα αντίσταση σε ρεύμα που τη διασχίζει κατά την αντίθετη φορά. Είναι στοιχείο μονής κατεύθυνσης και η λειτουργία της είναι ανάλογη … Dictionary of Greek
λιμνοθάλασσα — Παράκτια λεκάνη υφάλμυρου νερού, που χωρίζεται από τη θάλασσα με φυσικά φράγματα. Συνήθως οι λ. σχηματίζονται σε αβαθείς ζώνες, όπου υδάτινα ρεύματα, τα οποία εκβάλλουν σε δέλτα, δημιουργούν, μαζί με την κυματοειδή κίνηση και τα παράκτια ρεύματα … Dictionary of Greek
πλάσμα — I Ιδιαίτερη κατάσταση της ύλης κατά τη οποία αποτελείται από ένα σύνολο σωματιδίων και των δύο τύπων, που έχουν ίσα ηλεκτρικά φορτία με αντίθετο πρόσημο και παρουσιάζουν (τουλάχιστον τα ομόσημα) μεγάλη κινητικότητα. Το σύνολο χαρακτηρίζεται από… … Dictionary of Greek
φραγμός — ο, ΝΜΑ, και σφραγμός Α φράχτης (α. «κιγκλιδωτός φραγμός» β. «φραγμόν παρείρυσαν ἔνθεν καὶ ἔνθεν», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. (ναυτ. στρ.) α) θαλάσσια ζώνη καθορισμένων ορίων, στο εσωτερικό τής οποίας κινούνται κατά καθορισμένες, επίσης, γραμμές τα… … Dictionary of Greek
Βορειοαμερικανικές Κορδιλιέρες — Ο όρος κορδιλιέρα, που χρησιμοποιείται γενικά για να χαρακτηρίσει μακρές οροσειρές παράλληλες μεταξύ τους, χρησιμοποιείται στη Βόρεια Αμερική για ολόκληρη την ορεινή περιοχή που ορίζεται από τις οροσειρές της Αλάσκα, των Βραχωδών Ορέων και της… … Dictionary of Greek